πλάνη

πλάνη
Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία ορισμένης παράστασης και από την απονομή σε ορισμένο αντικείμενο ιδιοτήτων που δεν του προσιδιάζουν, σε τρόπο ώστε η σκέψη να έρχεται σε αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, να παραβιάζει τα κριτήρια που την καθοδηγούν και συνεπώς να ενεργεί παραπαίοντας (πλανωμένη), στερημένη εφεξής από ασφαλή καθοδηγητική γραμμή. Φιλοσοφία. Η εμβάθυνση του προβλήματος της γένεσης της π. οδήγησε συχνά, στην ιστορία της φιλοσοφίας, σε προφανώς παράδοξα συμπεράσματα. Αν η π. είναι μη-γνώση (αγνωσία), αυτό σημαίνει ότι η λογική π. δεν υπάρχει· αλλιώς θα έπρεπε να γίνει παραδεκτή η δυνατότητα της ύπαρξης πνευματικού μηχανισμού που γνωρίζει μη γνωρίζοντας. Αν η σκέψη έχει ως λειτουργία της τη γνώση, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εμπειρία της π. οφείλεται στην παρέμβαση λειτουργιών που είναι διαφορετικές από τη γνωστική λειτουργία ή, τουλάχιστον, στην παρέμβαση γνωστικών λειτουργιών διαφορετικών από τη λειτουργία του πνεύματος. Έτσι εμφανίζονται οι θεωρίες γύρω από την αθεωρητική ή πρακτική φύση της π. (Αυγουστίνος, τελευταία φάση της σχολαστικής, Καρτέσιος, Κρότσε), για τους οποίους η π. είναι παρέκκλιση της σκέψης από την ορθή της πορεία, που οφείλεται στην παρεμβολή της θέλησης και των σκοπιμοτήτων που τη χαρακτηρίζουν. Στη θεωρία περί της πρακτικής φύσης της π. στηρίζεται επίσης η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ιδεολογίας: αλήθεια αποδεδειγμένη ως εσφαλμένη μπορεί να επιβιώσει και μετά την απόδειξη του σφαλερού της χαρακτήρα, αν συνδέεται στενά με τη διατήρηση ορισμένων κοινωνικών θεσμών. Συγγένεια με την παραπάνω θεωρία εμφανίζει η αντίληψη που διαβλέπει στην π. μια συνέπεια των λιγότερο ή περισσότερο φανερών παρεμβολών των αισθήσεων στον χώρο του πνεύματος (Καντ). Πιο αποφασιστική άρνηση της ύπαρξης της π. πηγάζει από όλες εκείνες τις θέσεις του διαλεκτικού ιδεαλισμού (π.χ. Τζεντίλε) κατά τις οποίες η π. προϋποθέτει την απόλυτη αλήθεια των στοχασμών που την αποκαλύπτουν και κατά συνέπεια την καθορίζουν σταθερά ως κάτι που έχει ήδη ξεπεραστεί και έχει πάψει να είναι πραγματικό. Από τη φιλοσοφική, πάντοτε, άποψη διακρίνεται: α) η π. αισθήσεων, κατά τη λειτουργία της πρόσληψης: η πρόσληψη είναι σύνθετη κατασκευή και αν ένας από τους παράγοντές της αγνοηθεί, η κατασκευή αποκλίνει από το γενικό σύστημα των προσλήψεων· β) η π. παρατήρησης, η ατελής όψη του φαινομένου ή η υποκατάσταση της φαντασίας στο δεδομένο αντικείμενο· γ) η πολύμορφη λογική π. είτε ως έλλειψη καθορισμού στα δεδομένα των οποίων γίνεται επίκληση στην πορεία του συλλογισμού, είτε ως βιαστικά συμπεράσματα εξ αναλογίας, είτε ως διφορούμενο στις χρησιμοποιούμενες λέξεις, είτε ως λησμοσύνη προηγουμένων ιδεών (π. στη μείζονα πρόταση), είτε ως πολύ εξωτερική ταύτιση (π. στη σχέση μείζονος και ελάσσονος). Γενικά όλα αυτά τα φαινόμενα προέρχονται από την απόσπαση της προσοχής εξαιτίας της φαντασίας, του αισθήματος, του πάθους, της επιπολαιότητας. Δίκαιο. Από νομική άποψη, π. είναι η σφαλερή γνώση ενός αντικείμενου· ως αγνωσία του αληθούς εξομοιώνεται βασικά προς την άγνοια και διέπεται θεμελιωδώς από τους ίδιους κανόνες που διέπουν την άγνοια. Η νομική σημασία της π. απορρέει από το γεγονός ότι επηρεάζει τον προσδιορισμό της θέλησης του νομικού υποκείμενου κατά τρόπο διάφορο από τον κανονικό, που θα ετίθετο σε λειτουργία αν τα πραγματικά γεγονότα ή οι νομικές καταστάσεις ήταν γνωστά κατά την αληθινή τους έννοια και υπόσταση, θεμελιώδεις διακρίσεις της π. είναι σε νομική ή πραγματική και σε συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Η νομική π. είναι εσφαλμένη γνώση του κανόνα. Κατά γενική αρχή η νομική π. είναι η ασύγγνωστη, δηλαδή δεν συγχωρείται (άγνοια νόμου δεν επιτρέπεται από τη στιγμή που ο νόμος έχει δημοσιευτεί και τεθεί σε ισχύ: τεκμήριο γνώσης του νόμου, που μπορεί όμως, όπως θα σημειωθεί παρακάτω, να παραμεριστεί σε μερικές περιπτώσεις). Η πραγματική π., η σφαλερή δηλαδή γνώση των πραγματικών γεγονότων και περιστάσεων, είναι κατά κανόνα συγγνωστή. Το βάρος της απόδειξης ρυθμίζεται γενικά κατά τις ίδιες διακρίσεις: εκείνος που επικαλείται πραγματική (συγγνωστή) π. απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης· το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση της ασύγγνωστης π. Άλλη σημαντική διάκριση είναι μεταξύ ουσιώδους και μη ουσιώδους π. Κατά τον A.K. (άρθρ. 141) η π. είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε θέμα τόσο σημαντικό για την όλη δικαιοπραξία ώστε να εικάζεται ότι ο πλανηθείς δεν θα προέβαινε στην κατάρτιση της αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Ουσιώδης μπορεί να είναι η π. και όταν αναφέρεται στις ιδιότητες του προσώπου (συγγενής, φερέγγυος κλπ.) ή του πράγματος (υλικά κατασκευής κλπ.). Σε όλες τις περιπτώσεις, για τη διαπίστωση του ουσιώδους ή μη χαρακτήρα της π. λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες υποκειμενικές και συναλλακτικές συνθήκες. Κατ’ αρχήν –και εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο– όταν η π. αφορά αποκλειστικά και μόνο τα παραγωγικά αίτια της θέλησης δεν επιτρέπει ακύρωση της δικαιοπραξίας, γιατί, αδιάφορο από τι παρακινούμενος, ο δικαιοπρακτήσας θέλει το αντικείμενο της δικαιοπραξίας και «δηλώνει» σύμμετρη θέληση. Όταν κατά την κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας η δήλωση της θέλησης δεν συμφωνεί με την πραγματική θέληση του προσώπου που προβαίνει στη δήλωση, και τούτο συμβαίνει λόγω ουσιώδους π., μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η προσβολή όμως της δικαιοπραξίας αποκλείεται όταν ο αντισυμβαλλόμενος αποδέχεται τη δήλωση όπως ακριβώς την εννοεί ο πλανώμενος ή όταν η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη (άρθρ. 144 A.K.). Από την ακύρωση της δικαιοπραξίας γεννάται υποχρέωση επανόρθωσης της ζημιάς. Πρέπει να προστεθεί, τέλος, ότι κατά τον A.K. (άρθρ. 146) οι διατάξεις περί π. εφαρμόζονται και όταν έχει γίνει εσφαλμένη διαβίβαση της δήλωσης του δικαιο-πρακτούντος. Παραδείγματα ακύρωσης λόγω π. προσφέρονται σε όλους τους κλάδους του ιδιωτικού δικαίου: π.χ. ακυρώσιμος γάμος λόγω π., άρθρ 1374 A.K., ακυρώσιμη διαθήκη, άρθρ. 1783-1784 A.K. κλπ. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η έννοια της π. στο ποινικό δίκαιο. Στον τομέα αυτό π. αποκαλείται η ανακριβής, ελλιπής ή ελαττωματική γνώση του κανόνα ποινικού δικαίου ή της εφαρμογής του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, το τεκμήριο της «γνώσης του νόμου» έχει γενική εφαρμογή σε όλους τους κλάδους του δικαίου. Ο ελληνικός Π.Κ. (1951) όρισε (άρθρ. 31) ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός νόμιζε, κατά συγγνωστή π., ότι είχε το δικαίωμα να ενεργήσει αυτήν την πράξη. Η π. αυτή είναι συγγνωστή π.χ. όταν ο δράστης ήταν αδύνατο να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης λόγω εσφαλμένων στοιχείων και πληροφοριών που του έδωσε η Διοίκηση. Εξάλλου, όταν ο νόμος απαιτεί δόλια προαίρεση για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, η διάπραξη του από π. δεν είναι αξιόποινη· π.χ. το κατά λάθος άνοιγμα επιστολής από π. Η π. μπορεί να οφείλεται σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση πραγματικών γεγονότων και περιστατικών, π.χ. αν το παθητικό υποκείμενο συναινεί ή όχι στην τέλεση της πράξης. Η π. αυτή δεν αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, αλλά μπορεί να άρει τον καταλογισμό, σύμφωνα με το άρθρ. 30 του Π.Κ., όταν δηλαδή κατά το χρόνο της τέλεσης υπάρχει άγνοια των περιστατικών που συνιστούν το αδίκημα (π.χ. σύναψη γάμου με χήρα ενώ επρόκειτο για παντρεμένη). Αν όμως η π. οφείλεται σε αμέλεια του υπαίτιου, η πράξη θα του καταλογιστεί ως έγκλημα από αμέλεια. Η πραγματική π. έχει ανάλογα αποτελέσματα και όσον αφορά τα περιστατικά που αποτελούν λόγους επαύξησης του αξιόποινου. Η π. ως προς το πρόσωπο (φόνος του Β αντί του Α) δεν έχει νομική σημασία. Δεν αποτελεί π. η αστόχηση βολής (aberratio ictus): αν φονευθεί από αστόχηση ο Β αντί του Α, μπορεί να έχουμε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Α και ανθρωποκτονία από αμέλεια του Β. Από την π. διακρίνεται η παραπλάνηση και η απάτη, που αποσκοπούν στη δημιουργία π. στη συνείδηση άλλου προσώπου. Τέλος, η π., υπό ειδική μορφή, έχει σημασία και όσον αφορά στο κύρος των διοικητικών πράξεων ή των δικαστικών αποφάσεων, ιδιαίτερα των λεγόμενων δικαστικών π. σε περιπτώσεις καταδικαστικών αποφάσεων (άρθρ. 533 επ. ΚΠΔ, τα οποία προνοούν για την αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή προφυλακίστηκαν.
* * *
(I)
η, ΝΜΑ [πλανώμαι]
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού πλανώμαι, άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους, περιπλάνηση
2. κατάσταση που παραπλανά, που εξαπατά (α. «πικρών ονείρων πλάνη», Γρυπ.
β. «πλάνης καὶ ἀνοίας... καὶ τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένη», Πλάτ.)
3. απατηλή αντίληψη, εσφαλμένη κρίση, σφαλερή γνώμη, λάθος (α. «έπεσε θύμα δικαστικής πλάνης» β. «πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ πλάνας», Αριστοτ.)
4. φρ. (στην Καινή Διαθήκη) «καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης» — λέγεται για να δηλώσει ότι όταν κανείς σφάλει για δεύτερη φορά σχετικά με ένα θέμα, διαπράττει βαρύτερο σφάλμα από ό,τι την πρώτη
νεοελλ.
1. (νομ.) ακούσια εσφαλμένη αντίληψη ή άγνοια περιστατικών, που λόγω τής σπουδαιότητάς τους επηρεάζουν την κατάρτιση δικαιοπραξίας
2. (φιλοσ.) (με ενεργητική σημ.) η ενέργεια τού πνεύματος που θεωρεί αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο, και αντιστρόφως
3. διάθεση ή ενέργεια που αποσκοπεί στην παραπλάνηση, στην εξαπάτηση, στο ξεγέλασμα («α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου τού κόσμου από την πλάνη», Σολωμ.)
4. φρ. α) «πραγματική πλάνη»
(ποιν. δίκ.) πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά τού εγκλήματος, λ.χ. παίρνω το παλτό τού Α νομίζοντας ότι είναι δικό μου, η οποία έχει ως συνέπεια την ατιμωρησία τού δράστη, εκτός και αν οφείλεται σε αμέλεια, οπότε ο δράστης τιμωρείται αναλόγως
β) «νομική πλάνη»
(ποιν. δίκ.) πλάνη ως προς την ύπαρξη δικαιώματος που αίρει το αξιόποινο και έχει ως συνέπεια την ατιμωρησία τού δράστη, υπό την προϋπόθεση ότι η πλάνη είναι συγγνωστή
μσν.-αρχ.
(με θρησκ. και ηθ. σημ.) δοξασία παραπλανητική τής αλήθειας («ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῡμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῡμα τῆς πλάνης», ΚΔ)
αρχ.
1. (γενικά) εξαπάτηση
2. εκτροπή, παρέμβαση («τοσόνδε πλεονεκτοῡμεν τῇ πλάνῃ τοῡ λόγου», Πλάτ.)
3. (με ειδική σημ.) απάτη τών αισθήσεων («διὰ τὴν περὶ τὰ χρώματα αὖ πλάνην τῆς ὄψεως», Πλάτ.)
4. αυταπάτη («ἄνοια δὲ ἀφρόνων ἐν πλάνη», ΠΔ)
5. αταξία, ανωμαλία
6. ηθικό παράπτωμα.
————————
(II)
και πλάνια, η, Ν
1. (μηχανολ.) εργαλειομηχανή κοπής κατάλληλη για την κατεργασία επίπεδων μεταλλικών επιφανειών, με κύριο διακριτικό γνώρισμά της την ευθύγραμμη παλινδρομική σχετική κίνηση μεταξύ κοπτικού εργαλείου και τής υπό κατεργασία επιφάνειας
2. (ξυλουργ.) κοπτικό εργαλείο στερεωμένο σε κορμό που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση ξύλινων επιφανειών, μεγάλο ροκάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plana «ροκάνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλάνη — wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλανάω cause to wander pres imperat act 2nd sg (doric) πλανάω cause to wander pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πλανάω cause to wander imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνῃ — πλάνη wandering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνη — I (λ. ιταλ.), εργαλείο ξυλουργού με το οποίο ομαλύνει τις επιφάνειες των ξύλων, αλλιώς ροκάνι, το: Σιάξε το ξύλο με την πλάνη. II γνώμη λαθεμένη, σφάλμα, λάθος: Δεν είναι σπάνιες οι δικαστικές πλάνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλανῇ — πλανάω cause to wander pres subj mp 2nd sg (doric) πλανάω cause to wander pres ind mp 2nd sg (doric) πλανάω cause to wander pres subj act 3rd sg (doric) πλανάω cause to wander pres ind act 3rd sg (doric) πλανάω cause to wander pres subj mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάναι — πλάνη wandering fem nom/voc pl πλάνᾱͅ , πλάνη wandering fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνηι — πλάνῃ , πλάνη wandering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανᾶν — πλάνη wandering fem gen pl (doric aeolic) πλανάω cause to wander pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλανάω cause to wander pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πλανάω cause to wander pres part act masc nom sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανῶν — πλάνη wandering fem gen pl πλανάω cause to wander pres part act masc voc sg πλανάω cause to wander pres part act neut nom/voc/acc sg πλανάω cause to wander pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πλανάω cause to wander pres part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάναις — πλάνη wandering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάναισι — πλάνη wandering fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”